μάνα

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάνα Medium diacritics: μάνα Low diacritics: μάνα Capitals: ΜΑΝΑ
Transliteration A: mána Transliteration B: mana Transliteration C: mana Beta Code: ma/na

English (LSJ)

v. μάνη.

Greek Monolingual

(I)
η
βλ. μάννα.
(II)
το
εθνολ. (στους λαούς της Πολυνησίας και της Μελανησίας) υπερφυσική δύναμη ή ικανότητα που αποδίδεται σε άτομα, πνεύματα ή άψυχα αντικείμενα.