αγυιά

Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α)
1. οδός, δρόμος, λεωφόρος
2. θαλάσσιος δρόμος
3. σύνολο δρόμων, πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω
τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση του τόνου.
ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς.
ΣΥΝΘ. αρχ. εὐρυάγυια
νεοελλ.
αγυιόπαιδο].