και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α)
1. οδός, δρόμος, λεωφόρος
2. θαλάσσιος δρόμος
3. σύνολο δρόμων, πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω
τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση του τόνου.
ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς.
ΣΥΝΘ. αρχ. εὐρυάγυια
νεοελλ.
αγυιόπαιδο].