δρόμων
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc.
II = δρομίας II, Hsch.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
1 náut. barco ligero Procop.Vand.1.11.16, Lyd.Mag.2.14, cf. IGChCycl.79 (biz.), Zonar.p.570, dud. en SB 9855.4 (II d.C.).
2 zool., un tipo de cangrejo pequeño, Cancer cursor, prob. sinón. del llamado δρομίας q.u., Hsch.
German (Pape)
[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (AM δρόμων)
νεοελλ.
πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο, κορβέτα
αρχ.-μσν.
ελαφρό πολεμικό πλοίο
αρχ.
είδος καρκίνου, κάβουρα.