αιρεσιομάχος
Greek Monolingual
αἱρεσιομάχος, -ον (Α)
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].
αἱρεσιομάχος, -ον (Α)
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].