αἵρεσις

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἵρεσῐς Medium diacritics: αἵρεσις Low diacritics: αίρεσις Capitals: ΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: haíresis Transliteration B: hairesis Transliteration C: airesis Beta Code: ai(/resis

English (LSJ)

αἱρέσεως, ἡ,
A taking, especially of a town, Hdt.4.1, etc.; ἡ βασιλέος αἵρεσις the taking by the king, Id.9.3; ἐλπίζων ταχίστην αἵρεσιν ἔσεσθαι Th. 2.75; αἵρεσις δυνάμεως acquisition of power, Pl.Grg.513a:—generally, taking, receiving, ἐπιγενημάτων PTeb.27.66 (ii B. C.).
B (αἱρέομαι) choice, αἵρεσίν τ' ἐμοὶ δίδου A.Pr.779; τῶνδε… αἵρεσιν παρδίδωμι Pi.N.10.82; foll. by relat., αἵρεσιν διδόναι ὁκοτέρην... εἰ... etc., Hdt.1.11, cf. D.22.19; αἵρεσιν προτιθέναι, αἵρεσιν προβάλλειν, Pl. Tht.196c, Sph.245b; εἰ νέμοι τις αἵρεσιν S.Aj.265; αἵρεσιν λαβεῖν D.36.11; ποιεῖσθαι Isoc.7.19; αἵ. γίγνεταί τινι Th.2.61; οὐκ ἔχει αἵρεσιν = it admits no choice, Plu.2.708b.
2 choice, election of magistrates, Th.8.89, cf. Arist.Pol.1266a26, al.; αἱρέσει, opp. κλήρῳ, 1300a19, etc.
3 inclination, choice, πρός τινα Philipp. ap. D.18.166, Plb.2.61.9, etc., cf. IG2.591b; opp. φυγή, Epicur.Ep.3p.62U.; περὶ αἱρέσεων καὶ φυγῶν, title of treatise by Epicurus.
II purpose, course of action or thought, like προαίρεσις, Pl.Phdr.256c; ἡ αἵρεσις τῆς πρεσβείας Aeschin. 2.11; αἵρεσις Ἐλληνική the study of Greek literature, Plb.39.1.3:—conduct, PTeb.28.10 (ii B. C.).
2 system of philosophic principles, or those who profess such principles, sect, school, Plb.5.93.8, D.S.2.29, Polystr.p.20 W., D.H.Amm.1.7, Comp.2,al., cf. Cic.Fam.15.16.3; κατὰ τῶν αἱρέσεων, title of treatise by Antipater of Tarsus; περὶ αἱρέσεων, title of Menippean satire by Varro, cf. Fr.164; αἵρεσις πρὸς Γοργιππίδην, title of work by Chrysippus, D.L.7.191; esp. religious party, heresy or sect, of the Essenes, J.BJ2.8.1; the Sadducees and Pharisees, Act.Ap.5.17, 15.5, 26.5; the Christians, ib.24.5,14, 28.22, generally, faction, party, App.BC5.2.
3 corps of ephebes, OGI 176 (Egypt).
4 Astrol., 'condition', Ptol.Tetr.21; ἡ ἡμερινὴ αἵρεσις Vett. Val.1.13.
III proposed condition, proposal, D.H.3.10.
2 commission, ἡ ἐπὶ τοὺς νέους αἵρεσις Pl.Ax.367a; embassy, mission, IG4.937 (Epid.).
3 freewill offering, opp. vow, LXX Le.22.18,al.
4 bid at auction, τὴν ἀμείνονα αἵρεσιν διδόντι παραδοθῆναι POxy.716.22 (ii A. D.), cf. 1630.8 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

αἱρέσεως, ἡ
I 1toma, conquista c. gen. obj. Βαβυλῶνος Hdt.4.1, cf. 6.136, τῆς πόλεως Th.2.58
adquisición δυνάμεως Pl.Grg.513a
c. gen. subjet. ἡ βασιλέος αἵρεσις = la conquista por parte del rey Hdt.9.3
abs. ἐλπίζων ταχίστην αἵρεσιν ἔσεσθαι Th.2.75.
2 aceptación de una responsabilidad o trabajo εὐδοκοῦντα τῇ αἱρέσει τῆς ἐπιτροπῆς BGU 1070.6 (III d.C.), cf. POxy.1117.11 (II d.C.) en BL 1.332
recepción τῶν ἐπιγενημάτων PTeb.27.66 (II a.C.).
II 1elección c. gen. obj. τῶνδε ... αἵρεσιν παρδίδωμ' Pi.N.10.82, αἵρεσιν ποιεῖσθαι Isoc.7.19, αἵ. τῆς πρεσβείας Aeschin.2.11
sin rég. αἵρεσιν διδόναι A.Pr.779, Hdt.1.11, 5.11, D.22.19, προτιθέναι Pl.Tht.196c, προβάλλειν Pl.Sph.245b, νέμειν S.Ai.265, λαβεῖν D.36.11, γίγνεσθαι Th.2.61, ἔχειν Plu.2.708b, πέπρακα καλῇ αἱρέσει PMasp.120re.5 (VI d.C.)
c. prep. en fórmulas de contratos αἱρέσεως ... οὔσης περὶ σέ al estar a disposición tuya la elección, POxy.2722.41 (II d.C.), τῆς αἱρέσεως οὔσης περὶ ἡμᾶς περί ... al estar a disposición nuestra la elección de ..., PSarap.51.20 (II d.C.)
elección, elecciones de magistrados τῶν ἀρχόντων Arist.Pol.1266a26, Plb.3.86.7
abs. ἐκ δὲ δημοκρατίας αἱρέσεως γιγνομένης Th.8.89, αἱρέσει op. κλήρῳ Arist.Pol.1300b18.
2 cuerpo, personas seleccionadas, comisión ἡ ἐπὶ τοὺς νέους αἵρεσις Pl.Ax.367a
embajada, delegación, IG 42.83.12 (Epidauro I d.C.)
clase o promoción de efebos IFayoum 201.6 (II a.C.), cf. 200.7 (I a.C.).
3 astrol. secta o grupo de astros que tienen en común su cualidad de diurnos y masculinos o nocturnos y femeninos (ὁ Ἥλιος) ἔστι δὲ τῆς ἡμερινῆς αἱρέσεως Vett.Val.1.12, (ἡ Σελήνη) ἔστι δὲ τῆς νυκτερινῆς αἱρέσεως Vett.Val.1.22, cf. Ptol.Tetr.2.8.3, Rhetor. en Cat.Cod.Astr.1.146.
III 1inclinación, buena disposición, estima c. πρός y ac. ἡ τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν δῆμον αἵ. IG 22.1225.16 (Salamina III a.C.), τὰν αἵρεσιν ἃν ἔχει ποτί τε τὸ ἱερὸν καὶ τὰν πόλιν FD 4.414.14 (III a.C.), εἰς τὸν λοιπὸγ χρόνον τὴν αὐτὴν ἔχειν αἵρεσιν πρὸς ἡμᾶς Milet 1(3).139A.13 (III a.C.), cf. Philipp.Maced.4, Plb.2.61.9, φανερὰν ποιεῖν ἣν ἔχομεν πρὸς αὐτὸν αἵρεσιν IGLS 992.18 (Dafne II a.C.), c. εἴς y ac. IGLS 992.2 (Siria II a.C.)
ἐξ ἀμφοτέρων Lyr.Alex.Adesp.1.1, op. φυγή Epicur.Ep.[4] 128, περὶ αἱ. καὶ φυγῶν tít. de una obra de Filodemo, Phld.Oec.28.9, cf. Elect.5.10.
2 vocación, disposición, afición sent. posit. τὴν ὑπὸ τῶν πολλῶν μακαριστὴν αἵ. εἱλέσθην Pl.Phdr.256c, αἵ. Ἑλληνική Plb.39.1.3, προστὰς ... ἐνδόξου καὶ καλῆς αἱρέσεως habiendo manifestado una brillante y hermosa disposición (política) IIl.32.4 (III a.C.), cf. Rhodiaka 1.8.6 (II/I a.C.)
conducta, PTeb.28.10 (II a.C.)
conducta piadosa, Didyma 118.7 (II a.C.)
buena conducta o disposición como ciudadano ἡ πρὸς τὴν πατρίδα αἵρεσις SEG 33.1039.19 (Cime II a.C.).
3 método, tipo πολυσχεδὴς μέν ἐστιν ἡ τῆς σκέψεως αἵρεσις Ps.Callisth.1.4B.
4 escuela, secta ἕως ἐτῶν ἑπτὰ καὶ τριάνκοντα οὔτε σχολῆς ἡγούμενος οὔτε ἰδίαν πεποιηκὼς αἵρεσιν hasta los 37 años no encabezó escuela alguna ni formó su propia doctrina D.H.Amm.1.7.3, cf. Polystr.Contempt.21.10, Plb.5.93.8, D.S.2.29, Phld.Stoic.Hist.3.2, Cic.Fam.15.16.3, D.L.4.67, ἄθεος αἵρεσις de la escuela de Epicuro, Didym.In Eccl.24.7
secta religiosa de los esenios, I.BI 2.118, de los saduceos Act.Ap.5.17, de los fariseos Act.Ap.15.5, de los cristianos Act.Ap.24.5, 14, 28.22
herejía Origenes Cels.2.3, Cod.Iust.1.1.5.3
gener. partido, facción, 1Ep.Cor.11.19, App.BC 5.2.
IV 1oferta ὃς ἂν προσενέγκῃ τὰ δῶρα ... κατὰ πᾶσαν αἵ. αὐτῶν LXX Le.22.18
en subastas τὴν ἀμείνονα αἵρεσιν διδόντι παραδοθῆναι adjudicar al mejor postor, POxy.716.22 (II d.C.), cf. 1630.8 (III d.C.)
propuesta D.H.3.10.
2 gener. en plu. condiciones, disposiciones en una paz, D.C.71.17.1, en un senadoconsulto ἐπ' αὐτοῖς τοῖς νόμοις αἱρέσεσίν τε CRIA 5.11 (Tabas I a.C.), en un acta de fundación ἐπὶ ταῖς αὐταῖς αἱρέσεσιν IEphesos 3803b.6 (IV d.C.), en testamentos POxy.907.4 (III d.C.), Cod.Iust.1.3.52.13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre, prise;
2 choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι ou γίγνεταί μοι αἵρεσις THC j'ai le choix ; οὐκ ἔχει αἵρεσιν PLUT cela n'admet pas de choix, il n'y a pas de choix ; particul. choix par un vote, élection;
3 préférence, inclination ; dessein, projet;
NT: parti religieux, école ; enseignement ; division, faction ; (postér.) hérésie.
Étymologie: αἱρέω.

German (Pape)

ἡ, das Nehmen,
1 Eroberung, πόλεως Her. 4.1; Thuc. 2.58; öfter.
2 Wahl, αἴρεσιν δοῦναι, die Wahl lassen, Aesch. Pr. 781, wie Her. 1.11; oft in att. Prosa; παραδιδόναι Pind. N. 10.82; νέμειν Soph. Aj. 258; διακρίνειν, entscheiden, Her. 1.11; γίγνεται, ἔστι μοι αἵρεσις, ich habe die Wahl, Thuc. 2.61; προβάλλειν τινί, Einen wählen lassen, Plat. Gorg. 245b; προτιθέναι Theaet. 196c; oft ποιεῖσθαι, bes. von Beamtenwahlen, überall; αἵρεσις γίγνεται, es wird gewählt, Thuc. 8.89; Plat. Ax. 367a die gewählten Beamten selbst; nach Def. 413b δοκιμασία ὀρθὴ τοῦ βελτίστου.
3 Streben nach etwas, τῆς δυνάμεως Plat. Gorg. 513a; αἵρεσις Ἑλληνική, Studium des Griechischen, Pol. 40.6.3; Zuneigung zu Jem., πρός τινα ἔχειν Dem. 18.166, in einem Aktenstück der Athener; oft Pol. und Plut. Vorsatz, Galb. 6; überhaupt Gesinnung, Lebensweise, Plat. Phaedr. 256c; Pol. 2.56.9; bei Sp. Philosophenschule, Sekte, Cic. Fam. 15, 16; D.L.

Russian (Dvoretsky)

αἵρεσις: αἱρέσεως ἡ
1 взятие, овладение, захват, завоевание (Βαβυλῶνος Her.; τῆς πόλεως Thuc.);
2 свобода выбора, выбор (αἵ. καὶ κρίσις Isocr.; αἵρεσίν τινι διδόναι Her., προβάλλειν или προτιθέναι Plat.): διακρῖναι τὴν αἵρεσιν Her. сделать выбор; οἷς αἵ. γεγένηται Thuc. (те), у которых есть возможность выбирать; οὐκ ἔχει αἵρεσιν Plut. нет свободы выбора;
3 выборы, избрание Thuc., Arst.;
4 избранные лица: ἡ αἵ. τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆς Plat. выборные от Ареопага;
5 стремление, тяготение, влечение, склонность (τινος Plat. и πρός τινα Dem., Polyb.): αἵ. Ἑλληνική Polyb. ревностное изучение греческой словесности;
6 направление, школа, учение (τοῦ Περιπάτου αἵ. Polyb.): αἱ τῆς φιλοσοφίας αἱρέσεις Sext. философские школы;
7 секта (ἡ αἵ. τῶν Σαδδουκαίων NT).

Greek (Liddell-Scott)

αἵρεσις: αἱρέσεως, ἡ, (αἱρέω) ἡ κατάληψις, ἰδίως πόλεως, Ἡρόδ. 4. 1. κτλ., ἡ βασιλῆος αἵρ., ἡ ὑπὸ τοῦ βασιλέως κατάληψις, Ἡρόδ. 9. 3. 2) σχέδιον ἢ μέσον πρὸς κατάληψιν τόπου τινός, Θουκ. 2. 75. Β. (αἱρέομαι) = ἐκλογή, αἵρεσίν τέ μοι δίδου, Αἰσχύλ. Πρ. 779· τῶν δε… αἵρεσιν παρδίδωμ’, Πινδ. Ν. 10. 154· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, αἵρεσιν διδόναι ὁπότερον..., εἰ…, κτλ., Ἡρόδ. 1. 11., 9. 26· ὡσαύτως αἵρεσιν προτιθέναι, προβάλλειν, Πλάτ. Θεαίτ. 196C. Σοφιστ. 245Β· εἰ νέμοι τις αἵρεσιν, Σοφ. Αἴ. 265· αἵρεσιν λαμβάνειν, ἔχειν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, Δημ. 947. 18. αἵρεσις γίγνεταί τινι, ἐπιτρέπεται εἴς τινα νὰ ἐκλέξῃ, Θουκ. 2. 61· οὐκ ἔχει αἵρεσιν, δὲν ἐπιτρέπει ἐκλογήν, Πλούτ. 2. 108Β. 2) ἐκλογὴ τῶν ἀρχόντων, Θουκ. 8. 89· αἵρεσιν ποιεῖσθαι, Ἰσοκρ. 143C, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 15., 4. 6, 3, κτλ. 3) προσπάθεια, ἐνέργεια, διά τι, αἵρ. δυνάμεως, Λατ. affectatio imperii, Πλάτ. Γοργ. 513Α: κλίσις, διάθεσις, προτίμησις, πρός τινα, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 12. Πολύβ. 2. 61, 9, κτλ. ΙΙ) ἐκλογή, σχέδιον, σκοπός, τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι καὶ ἐνεργεῖν, ὡς τὸ προαίρεσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἡ αἵρεσις τῆς πρεσβείας, Αἰσχίν. 29. 30· αἵρεσις Ἑλληνική = ἡ σπουδὴ τῶν Ἑλλην. γραμμάτων, Πολύβ. 40. 6, 3. 2) φιλοσοφικὴ ἀρχή, ἢ σύστημα φιλοσοφ. ἀρχῶν, ἢ οἱ πρεσβεύοντες τοιαύτας ἀρχάς, αἵρεσις, σχολή, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 16, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. καὶ Ἀριστ. 7, κτλ., πρβλ. Κικ. ad Fam. 15. 16, 3: ἰδίως δὲ θρησκευτικὴ αἵρεσις, μερὶς ἴδια πρεσβεύουσα δόγματα, ὡς οἱ Ἐσσηνοί, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 2. 8, 1., οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 17., ιε΄, 5., κς΄, 5., οἱ ὁποῖοι μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν Χριστιανῶν, αὐτόθι κδ΄, 5, 14., κη΄, 22, καὶ ὑπὸ τῶν ὀρθοδοξούντων Χριστιανῶν περὶ τῶν ἑτέρως φρονούντων, Ἐκκλ.: ὡσαύτως περὶ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν, Ἐκκλ. 3) προτεινόμενός τις ὅρος, πρότασις, Διον. Ἁλ. 3. 10. 4) ἐπιτροπεία κατ’ ἐκλογήν, καὶ τὴν ἐπὶ τοὺς νέους αἵρεσιν τῆς ἐξ Ἀρείου Πάγου βουλῆς, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α. 5) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (π. χ. Λευϊτ. κβ΄, 18) = ἑκούσιος, ἐλευθέρα προσφορά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐχή, τάξιμον.

English (Slater)

αἵρεσις
1 choice “ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παραδίδωμ” (N. 10.82)

English (Abbott-Smith)

αἵρεσις, αἱρέσεως, ἡ (< αἱρέω, -ομαι), [in LXX for נְדָבָה,]
1.capture.
2.choosing, choice (v. MM, VGT, s.v.).
3.that which is chosen, hence, opinion; esp. a peculiar opinion, heresy: I Co 11:19, Ga 5:20, II Pe 2:1 R, txt.
4.In late writers (MM, VGT), of a set of persons professing particular principles or opinions, a school, sect, party, faction: Ac 5:17 15:5 24:5,14 26:5 28:22, I Co, Ga, II Pe, l.c., R, mg. (Cremer, 614). †

English (Strong)

from αἱρέομαι; properly, a choice, i.e. (specially) a party or (abstractly) disunion: heresy (which is the Greek word itself), sect.

English (Thayer)

(εως, ἡ;
1. (from αἱρέω), act of taking, capture: τῆς πόλεως, the storming of a city; in secular authors.
2. (from ἁιρέομαι), choosing, choice, very often in secular writings: the Sept. that which is chosen, a chosen course of thought and action; hence one's chosen opinion, tenet; according to the context, an opinion varying from the true exposition of the Christian faith (heresy): Sophocles' Lexicon, under the word).
4. a body of men separating themselves from others and following their own tenets (a sect or party): as the Sadducees, Diogenes Laërtius 1 (13) 18f, others, used of the schools of philosophy).
5. dissensions arising from diversity of opinions and aims: B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Sects; Burton, Bampt. Lect. for 1829; Campbell, Diss. on the Gospels, diss. iv., part iv.)

Greek Monotonic

αἵρεσις: αἱρέσεως, ἡ (αἱρέω),
I. 1. άλωση, κατάληψη, ιδίως μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος αἵρεσις, η κατάληψη από το βασιλιά, στον ίδ.
2. σχέδιο κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ.
II. 1. (αἱρέομαι), εκλογή, διαλογή, προτίμηση· νέμειν, προτιθέναι, προβάλλειν· δίνω ή προσφέρω το δικαίωμα εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· αἵρεσις γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· αἵρεσιν λαμβάνειν, το να έχει κάποιος το δικαίωμα της εκλογής, σε Δημ.
2. επιλογή ή εκλογή των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ.
3. εκλογή, προμελετημένο σχέδιο, σκοπός, σε Πλάτ. κ.λπ.
4. φιλοσοφική αρχή, αίρεση, σχολή κ.λπ.· ιδίως θρησκευτική αίρεση, όπως οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι, σε Καινή Διαθήκη
5. η θρησκευτική αίρεση ως διδασκαλία και έτερος τρόπος αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.

Middle Liddell

αἱρέω
I. a taking especially, especially of a town, Hdt., etc.; ἡ βασιλῆος αἵρ. the taking by the king, Hdt.
2. means for taking a place, Thuc.
II. (αἱρέομαι) a taking for oneself, a choosing, choice, νέμειν, προτιθέναι, προβάλλειν to give or offer choice, Hdt., Attic; αἵρ. γίγνεταί τινι a choice is allowed one, Thuc.; αἵρεσιν λαμβάνειν to have choice given, Dem.
2. choice or election of magistrates, Thuc., etc.
3. a choice, deliberate plan, purpose, Plat., etc.
4. a sect, school, etc.: esp. a religious sect, such as the Sadducees and Pharisees, NTest.
5. a heresy, Eccl.

Chinese

原文音譯:a†resij 害雷西士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:舉起(著)
字義溯源:選擇,派別,意見不合,分裂,教派,教門,分門結黨,異端;源自(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)。當時,在猶大人中有撒都該教門,法利賽教門,拿撒勒教門(或教黨,教派; 徒5:17; 15:5; 24:5);保羅從前也是在法利賽教門中( 徒26:5);他們也稱保羅所傳的為異端( 徒24:14),為教門( 徒28:22)。保羅說,在哥林多教會中有分門結黨的事( 林前11:19);彼得說,在外邦信徒中也有人引進陷害人的異端( 彼後2:1);保羅說,行異端那類事的人,必不能承受神的國( 加5:20)。上面所提的教門,分門結黨,異端,全都是同一個編號 (αἵρεσις)。參讀 (αἱρέομαι)同源字
出現次數:總共(9);徒(6);林前(1);加(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 教派(5) 徒5:17; 徒15:5; 徒24:5; 徒26:5; 徒28:22;
2) 異端(3) 徒24:14; 加5:20; 彼後2:1;
3) 分門結黨(1) 林前11:19

English (Woodhouse)

capture, choice, election, election to office

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

expugnatio, storming, capture, 2.58.2, 2.75.1, 3.97.1,
optio, choice, 2.61.1, 5.111.4,
electio (magistratuum), election (of magistrates), 8.89.3.

Translations

choice

Albanian: zgjedhje; Arabic: اِخْتِيَار‎; Armenian: ընտրություն; Azerbaijani: seçim; Basque: aukera; Belarusian: выбар; Bulgarian: избор; Catalan: tria; Chinese Mandarin: 選擇, 选择; Czech: volba, výběr; Danish: valg; Dutch: keuze, keuzemogelijkeheid; Esperanto: elekto; Estonian: valik; Faroese: val; Finnish: valinta, valikoima; French: choix; Georgian: არჩევა; German: Wahl; Greek: επιλογή; Ancient Greek: ἐκλογή, αἵρεσις; Hebrew: ברירה \ בְּרֵרָה‎; Hindi: चुनाव; Hungarian: választás; Icelandic: val; Irish: rogha; Italian: scelta; Japanese: 選択; Korean: 선택; Kurdish Central Kurdish: ھەڵبژاردە‎, بژارە‎, سەرتڵ‎; Latin: delectus, optio; Latvian: izvēle; Lithuanian: rinklus, šiurkštus; Macedonian: избор; Malay: pilihan, opsyen; Maltese: għażla; Maori: whiringa, kōwhitinga; Middle English: chois; Norwegian: valg; Nynorsk: val; Old English: cyre; Persian: گزینه‎; Polish: wybór; Portuguese: escolha; Russian: выбор; Scottish Gaelic: taghadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝзбор; Roman: ìzbor; Silesian: wybier; Sinhalese: තේරීම; Slovak: voľba, výber; Slovene: izbira; Spanish: selección, decisión, opción; Swedish: val; Thai: ทางเลือก; Turkish: seçim; Ukrainian: вибір; Vietnamese: sự quyết định; Walloon: tchuze, tchoi; Welsh: dewis; Yiddish: ברירה‎

election

Afrikaans: verkiesing; Albanian: zgjedhje; Amharic: ምርጫ; Antillean Creole: léléksion; Arabic: اِنْتِخَاب‎, اِنْتِخَابَات‎; Armenian: ընտրություններ; Assamese: নিৰ্বাচন; Asturian: eleición; Azerbaijani: seçki; Belarusian: выбары; Bengali: নির্বাচন, ইন্তেখাব; Breton: votadeg, eleksion; Bulgarian: избори; Burmese: ရွေးချယ်တင်မြှောက်ပွဲ, ရွေးကောက်ပွဲ; Catalan: elecció; Chinese Cantonese: 選舉, 选举; Dungan: щүанҗү; Gan: 選舉, 选举; Hakka: 選舉, 选举; Mandarin: 選舉, 选举; Min Dong: 選舉, 选举; Min Nan: 選舉, 选举; Wu: 選舉, 选举; Coptic: ⲯⲩⲫⲟⲥ; Czech: volby; Danish: valg; Dutch: verkiezing; Esperanto: elekto, balotado; Estonian: valimine, valimised; Faroese: val; Finnish: vaali; French: élection; Friulian: elezion; Galician: elección; Georgian: არჩევნები; German: Wahl; Greek: εκλογή, εκλογές; Gujarati: ચૂંટણી; Hebrew: בְּחִירוֹת‎; Hindi: चुनाव, इंतिख़ाबात, निर्वाचन; Hungarian: választás; Icelandic: kosningar; Ido: elekto; Indonesian: pemilihan; Irish: toghchán; Italian: elezione; Japanese: 選挙, 選任, 選出; Kabuverdianu: ileison; Kannada: ಚುನಾವಣೆ; Kazakh: сайлау; Khmer: ការបោះឆ្នោត; Korean: 선거(選擧); Kurdish Central Kurdish: ھەڵبژاردن‎; Northern Kurdish: hilbijartin; Kyrgyz: шайлоо; Lao: ການເລືອກຕັ້ງ; Latvian: vēlēšanas; Lithuanian: rinkimai; Macedonian: избори; Malay: pilihan raya; Jawi: ڤيليهن راي‎; Malayalam: തിരഞ്ഞെടുപ്പ്; Maltese: elezzjoni; Manx: reihys; Maori: pōtitanga; Middle Persian: 𐭥𐭩𐭧𐭲𐭭‎; Mongolian Cyrillic: сонгууль; Mongolian: ᠰᠣᠩᠭᠤᠭᠤᠯᠢ; Norman: êlection; Norwegian: valg; Oriya: ନିର୍ବାଚନ; Oromo: filannoo; Pashto: ټاکنه‎, انتخابات‎; Persian: انتخابات‎; Piedmontese: elession; Plautdietsch: Wol; Polish: wybory nvir; Portuguese: eleição; Punjabi: ਚੋਣ, ਨਿਰਵਾਚਨ; Romanian: alegeri, elecțiune; Russian: выборы; Sanskrit: निर्वाचनम्; Scottish Gaelic: taghadh; Serbo-Croatian Cyrillic: избори; Roman: izbori; Sinhalese: මැතිවරණය; Slovak: voľby; Slovene: volitve; Spanish: elección, elecciones; Swahili: uchaguzi; Swedish: val; Tagalog: eleksiyon, botohan, halalan; Tajik: интихобот; Tamil: தேர்தல்; Tatar: сайлаулар; Telugu: ఎన్నిక; Thai: การเลือกตั้ง; Tibetan: འོས་བསྡུ, འོས་ཤོག; Tigrinya: ምምራጽ, ምርጫ; Turkish: seçim, saylav; Turkmen: saýlav; Ukrainian: вибори; Urdu: انتخابات‎; Uyghur: سايلام‎; Uzbek: saylov, intixob; Vietnamese: sự bầu cử, tuyển cử; Welsh: etholiad; Yiddish: וואַלן‎

heresy

Afrikaans: kettery, dwaalleer, dwaallere; Albanian: herezi; Arabic: هَرْطَقَة‎, بِدْعَة‎; Armenian: հերետիկոսություն; Azerbaijani: bidət; Bashkir: бидғәт; Belarusian: ерась; Bulgarian: ерес; Catalan: heretgia; Chinese Mandarin: 異端, 异端, 邪說, 邪说, 異教, 异教, 邪教; Czech: kacířství; Danish: kætteri; Dutch: dwaalleer, ketterij; Esperanto: herezo; Estonian: ketserlus; Finnish: harhaoppi, vääräoppisuus, vääräuskoisuus, kerettiläisyys; French: hérésie; Galician: herexía; Georgian: ერესი, მწვალებლობა; German: Häresie, Ketzerei; Greek: αίρεση; Ancient Greek: τὸ ἀλλόδοξον, αἱρετισμός, αἵρεσις; Hebrew: כְּפִירָה‎, מִינוּת‎; Hungarian: eretnekség; Icelandic: villutrú; Indonesian: bidat, aliran sesat; Irish: eiriceacht; Italian: eresia; Japanese: 異端, 邪教, 邪宗; Kazakh: дінбұзарлық, бидғат; Korean: 이단(異端), 사교(邪敎), 사종(邪宗); Kyrgyz: ересь, бидъат; Latvian: ķecerība; Lithuanian: erezija; Macedonian: ерес; Malay: bid'ah; Maori: heretikitanga; Mongolian Cyrillic: тэрс ном; Norwegian Bokmål: kjetteri, heresi; Nynorsk: kjettarskap, heresi; Occitan: eretgia; Persian: هرطقه‎, بدعت‎; Polish: herezja, kacerstwo, bogoburstwo; Portuguese: heresia; Romanian: erezie; Russian: ересь; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏ре̄с; Roman: jȅrēs; Slovak: heréza, kacírstvo; Slovene: herezija; Spanish: herejía; Swedish: kätteri; Tagalog: erehiya; Tajik: бидъат; Turkish: dalalet, sapkınlık; Ukrainian: є́ресь; Uzbek: bidʻat; Vietnamese: dị giáo, tà giáo; Volapük: häret

conquest

Albanian: pushtim; Arabic: فَتْح, اِسْتِيلَاء, تَسْخِير, إِخْضَاع, اِحْتِلال, اِنْتِصَار; Armenian: նվաճում; Azerbaijani: istila, fəth; Belarusian: заваёва, заваяванне, здабыццё; Bengali: বিজয়; Bulgarian: завоевание, завоюване; Catalan: conquesta, conquista; Chinese Mandarin: 戰勝, 战胜, 征服; Czech: dobytí; Danish: erobring; Dutch: verovering; Esperanto: konkero; Estonian: vallutus; Finnish: voitto, valloitus; French: conquête; Galician: conquista; Georgian: დაპყრობა; German: Eroberung; Greek: άλωση, κατάκτηση; Ancient Greek: αἵρεσις, ἅλωσις, δῄωσις, ἔγκτασις, ἔγκτησις, ἐκπόρθησις, ἐπικράτησις, καταγώνισις, κατάκτησις, καταμάχησις, πόρθησις, χείρωμα; Hebrew: כִּבּוּשׁ; Hindi: विजय, फ़तह, जयन, पराजय; Hungarian: hódítás; Irish: concas; Italian: conquista, soggiogamento; Japanese: 征服; Korean: 정복; Latvian: uzvara, iekarošana; Lithuanian: užkariavimas; Macedonian: освојување; Maori: raupatu; Norman: contchête; Norwegian Bokmål: erobring; Pashto: فتح, استيلا; Persian: استیلا, فتح, تسخیر; Polish: podbój; Portuguese: conquista; Romanian: cucerire; Russian: завоевание; Scottish Gaelic: ceannsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: осваја̄ње; Roman: osvájānje; Slovak: dobytie; Slovene: osvojitev; Spanish: conquista; Swedish: erövring; Tajik: истило, фатҳ; Tocharian B: yūkalñe; Turkish: fetih, istila; Turkmen: basyp; Ukrainian: завоювання, здобуття; Urdu: فتح; Uzbek: istilo, fath, bosib; Vietnamese: sự chinh phục; Volapük: konker; Welsh: concwest, concwestau