ακαταλάβιστος

Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
ο ακαταλαβίστικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < καταλαβαίνω αναλογικά προς τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε -ίζω.
ΠΑΡ. ακαταλαβίστικος].