ακροκιόνιο

Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

το (Α ἀκροκιόνιον)
η κορυφή του κίονος, το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων.