κιονόκρανο

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. βούκρανον].

Translations

capital

ar: تاج العمود; ast: capitel; az: kapitel; be_x_old: капітэль; be: капітэль; bg: капител; bh: थम माथा; bs: kapitel; ca: capitell; cs: hlavice; da: kapitæl; de: Kapitell; el: κιονόκρανο, ακροκιόνιο; grc: κιονόκρανον, κιόκρανον, ἀκροκιόνιον, ἐπίκρανον; en: capital, column capital, chapiter, uppermost part of a column, topmost member of a column; eo: kapitelo; es: capitel; et: kapiteel; eu: kapitel; fa: سرستون; fi: kapiteeli; fr: chapiteau; gl: capitel; he: כותרת; hi: स्तम्भ-शीर्ष; hr: kapitel; hu: oszlopfő; hy: խոյակ; id: kapital; io: kapitelo; it: capitello; ja: 柱頭; ka: კაპიტელი; kk: капител; kn: ಬೋದಿಗೆ; ko: 주두; ky: капитель; li: kapiteel; lt: kapitelis; lv: kapitelis; mk: капител; nl: kapiteel; no: kapitél; oc: capitèl; pl: kapitel; pt: capitel; ro: capitel; ru: капитель; sh: kapitel; sk: hlavica; sl: kapitel; sr: капител; sv: kapitäl; ta: போதிகை; tr: sütun başlığı; uk: капітель; uz: kapitel; vls: kapitêel; wuu: 柱头(建筑); zh: 柱头