αιχμαλωτίζω

Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αἰχμαλωτίζω)
συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω
(νεοελλ.-μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τον γοητεύω, τον συναρπάζω
νεοελλ.
(για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰχμάλωτος.
ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλωτισμός
νεοελλ.
αιχμαλώτιση].