ακροαματισμός
Greek Monolingual
ο
το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)].
ο
το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)].