ακροαματισμός

Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)].