Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀκρωμία, η (Α)1. το ακραίο τμήμα του ώμου, το ακρώμιον2. (για άλογα) ωμοπλάτη.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμία < ὦμος.