ωμία

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α ὦμος
1. ώμος
2. μτφ. α) γωνία ή πλευρά οικοδομήματος
β) (για ποταμό) στροφή, καμπή.