αλαφρόπετρα
Greek Monolingual
η
1. ελαφρός και σπογγώδης ηφαιστειογενής λίθος, η κίσηρις
2. (για πρόσωπα) ελαφρός, επιπόλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + πέτρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπετρίτης].
η
1. ελαφρός και σπογγώδης ηφαιστειογενής λίθος, η κίσηρις
2. (για πρόσωπα) ελαφρός, επιπόλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + πέτρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπετρίτης].