αλαφροπετρίτης

Greek Monolingual

-ίτισσα, -ίτικο αλαφρόπετρα
1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα)
2. επιπόλαιος, ανόητος.