τατα χρήματα που πληρώνει κανείς για μια μεταφορά με άμαξα, τα αγωγιάτικα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα ή αμάξι και παραγ. κατάλ. -ιάτικα (πρβλ. αγωγιάτικα, καριάτικα, λιμανιάτικα κ.τ.ό.].