αμπελογραφία

Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Γεωπ.)
κλάδος της Αμπελολογίας, με γενικό αντικείμενο τη σπουδή τών ειδών και τών ποικιλιών τών φυτών του γένους Άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άμπελος + -γραφία, πρβλ. γαλλ. ampelographie. Ο ελληνικός όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον βοτανολόγο και ποιητή Θεόδωρο Ορφανίδη].