αλληλοπαθής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλληλοπαθής, -ές) (Γραμμ.)
αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -παθής < ἔπαθον, πάσχω.
ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια].
-ές (Α ἀλληλοπαθής, -ές) (Γραμμ.)
αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -παθής < ἔπαθον, πάσχω.
ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια].