αμπαλάζ
Greek Monolingual
το
1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο
2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω].
το
1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο
2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω].