περιτύλιγμα
Greek Monolingual
το, Ν
1. το να περιτυλίγει κανείς κάτι ή το να περιτυλίγεται κάτι
2. το υλικό με το οποίο περιτυλίγεται κάτι («το χάρτινο περιτύλιγμα είναι υγιεινότερο από το πλαστικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτυλίσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Κ. Μεταξά].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο