περιτύλιγμα

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να περιτυλίγει κανείς κάτι ή το να περιτυλίγεται κάτι
2. το υλικό με το οποίο περιτυλίγεται κάτι («το χάρτινο περιτύλιγμα είναι υγιεινότερο από το πλαστικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτυλίσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Κ. Μεταξά].