-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές τουαρχ.αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.