αβέβαιος

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

-αία και -αιη, -ο (Α ἀβέβαιος, -ον) βέβαιος
1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν)
η αβεβαιότητα.
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι.