αβέβαιος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
-αία και -αιη, -ο (Α ἀβέβαιος, -ον) βέβαιος
1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν)
η αβεβαιότητα.
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι.