δεκαμοιρία
English (LSJ)
ἡ, A space of ten degrees of the zodiac, J.AJ3.7.7, Ptol.Alm.2.7, Anon. ap. Lyd.Ost.p.174 W.:— hence Adj. δεκα-μοιριαῖος, Heph.Astr.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαμοιρία: ἡ, δέκα μοῖραι κύκλου, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 7, 7.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
astrol. espacio, porción de diez grados del zodíaco, I.AI 3.182, Ptol.Alm.2.7, Anon.Terr.Mot.174, Sch.Paul.Al.105.16.
Greek Monolingual
δεκαμοιρία, η (Α)
(για τον ζωδιακό κύκλο) απόσταση δέκα μοιρών.