ὑπέρχυσις

Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A overflow, Eratosth. ap. Str.16.1.15, Plu.2.502a, Philum.Ven.20.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1204] ἡ, das Übergießen, Überschwemmung, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρχῠσις: -εως, ἡ, ξεχείλισμα, ἡ πηγὴ ὑπερέκχυσιν εἰς τὸν ποταμὸν λαμβάνει, ἡ πηγὴ ὑπερχειλεῖ καὶ χύνεται εἰς τὸν ποταμόν, Στράβ. 743, Πλούτ. 2. 502Α, κλπ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
débordement, inondation.
Étymologie: ὑπερχέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρχῠσις: εως ἡ
1) разлитие (ὑγρῶν Plut.): ἐκ τῆς ὑπερχύσεως ἐννοήσας τὴν τοῦ στεφάνου μέτρησιν Plut. (Архимед), по вылившейся (воде) вычисливший объем короны;
2) (беспорядочное) слияние, смешение (παρατροπαὶ καὶ ὑπερχύσεις Plut.).