δημόπρακτος

Revision as of 00:01, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A resolved by the people, ψῆφος A.Supp.942.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.

Greek (Liddell-Scott)

δημόπρακτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ πραχθείς ,Αἰσχύλ. Ἱκ. 942.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait par le peuple.
Étymologie: δῆμος, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ον
realizado por el pueblo δ. ... μία ψῆφος una votación unánime realizada por el pueblo A.Supp.942.

Greek Monolingual

δημόπρακτος, -ον (Α)
αυτός που έγινε ή συντελέστηκε από τον λαό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόπρακτος -ον [δῆμος, πράττω] door het volk tot stand gebracht.

Russian (Dvoretsky)

δημόπρακτος: совершенный народом, народный (ψῆφος Aesch.).