δημόπρακτος

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόπρακτος Medium diacritics: δημόπρακτος Low diacritics: δημόπρακτος Capitals: ΔΗΜΟΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dēmópraktos Transliteration B: dēmopraktos Transliteration C: dimopraktos Beta Code: dhmo/praktos

English (LSJ)

δημόπρακτον, resolved by the people, ψῆφος A.Supp.942.

Spanish (DGE)

-ον
realizado por el pueblo δ. ... μία ψῆφος una votación unánime realizada por el pueblo A.Supp.942.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait par le peuple.
Étymologie: δῆμος, πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

δημόπρακτος: совершенный народом, народный (ψῆφος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δημόπρακτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ πραχθείς,Αἰσχύλ. Ἱκ. 942.

Greek Monolingual

δημόπρακτος, -ον (Α)
αυτός που έγινε ή συντελέστηκε από τον λαό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόπρακτος -ον [δῆμος, πράττω] door het volk tot stand gebracht.