διάριον

Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, = Lat. A diarium, day-wage, POxy.1729 (iv A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ου, τό
lat. diarium, jornal, salario de un día δ. τροφῷ SB 12375.54 (II a.C.), μισθοῦ ἤτοι διαρίου PStras.40.45 (VI d.C.), cf. POxy.1729.11 (IV d.C.), PKlein.Form.87.3 (VI d.C.), Iust.Nou.123.16, Cod.Iust.12.17 proem., IG 10(2).24.11 (VII d.C.).

Greek Monolingual

διάριον, το (AM)
1. καθημερινή καταγραφή δοσοληψιών ή συμβάντων, ημερολόγιο
2. ημερήσια μερίδα τροφής μοναχών.