εως, ἡ, A pause, Arist.Pr. 894a26.
διάπαυσις: -εως, ἡ, διακοπή, Ἀριστ. Προβλ. 10. 31.
-εως, ἡ pausa Arist.Pr.894a26.
διάπαυσις: εως ἡ Arst. = διάπαυμα.