διαδοξάζω

Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A form a definite opinion, Pl.Phlb.38b, Iamb.Myst.4.6:— Med., ib.8.5.

German (Pape)

[Seite 576] = δοξάζω, Plat. Phil. 38 b.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοξάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ δοξάζω, Πλάτ. Φιλήβ. 38Β.

Spanish (DGE)

1 intr. formarse una opinión ἐκ μνήμης τε καὶ αἰσθήσεως δόξα ἡμῖν καὶ τὸ διαδοξάζειν ἐγχειρεῖν γίγνεθ' ἑκάστοτε Pl.Phlb.38b, cf. Antisth.53.9.
2 tr. considerar, opinar περὶ οὗ πάντες ... τἀναντία διαδοξάζουσιν Iambl.Myst.4.6, cf. 8.5, πάντα γὰρ ταῦτα ἀλλοτρίως τῶν θεῶν διαδοξάζουσί τινες Procl.in Ti.3.176.15.

Greek Monolingual

διαδοξάζω (Α)
σχηματίζω τελική γνώμη.

Russian (Dvoretsky)

διαδοξάζω: предполагать, приходить к заключению: δόξα καὶ τὸ δ. Plat. мнение и (самая) способность приходить к нему.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δοξάζω een mening vormen.