διαγόρευσις

Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A declaration, Porph. ap. Stob.2.8.42.

German (Pape)

[Seite 574] ἡ, Bestimmung, νόμων Porphyr. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

διαγόρευσις: -εως, ἡ, διακήρυξις, ὁρισμός, Πορφύρ. (Στοβ. Ἐκλογ. 2. 384), Γρ. Νύσσ. 2, 879.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
prescripción c. gen. τῶν νόμων δ. Porph. en Stob.2.8.42, τῶν θείων Γραφῶν Thdr.Mops.M.66.1017B
precepto τῆς νομικῆς ... διαγορεύσεως Thdt.M.82.792A, cf. Gr.Nyss.M.46.1156C, τῶν θείων γραφῶν CEph.(431) ACO 1.1.7 (p.98.15).

Greek Monolingual

διαγόρευσις, η (AM) διαγορεύω
διακήρυξη.