διαγόρευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A declaration, Porph. ap. Stob.2.8.42.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, Bestimmung, νόμων Porphyr. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
διαγόρευσις: -εως, ἡ, διακήρυξις, ὁρισμός, Πορφύρ. (Στοβ. Ἐκλογ. 2. 384), Γρ. Νύσσ. 2, 879.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
prescripción c. gen. τῶν νόμων δ. Porph. en Stob.2.8.42, τῶν θείων Γραφῶν Thdr.Mops.M.66.1017B
•precepto τῆς νομικῆς ... διαγορεύσεως Thdt.M.82.792A, cf. Gr.Nyss.M.46.1156C, τῶν θείων γραφῶν CEph.(431) ACO 1.1.7 (p.98.15).
Greek Monolingual
διαγόρευσις, η (AM) διαγορεύω
διακήρυξη.