διακήρυξη

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

η (AM διακήρυξις, -εως) διακηρύσσω
νεοελλ.
1. έγγραφη ή έντυπη αναγγελία, γνωστοποίηση προς το κοινό
2. επίσημη δήλωση θεμελιωδών αρχών ή επιδιώξεων
3. έγγραφη ανακοίνωση μιας κυβέρνησης προς άλλες κυβερνήσεις με την οποία καθορίζεται η στάση της σε σημαντικό ζήτημα
4. διεθνής σύμβαση κρατών με την οποία δηλώνεται μια συμφωνία που επήλθε
5. κοινοποίηση με τη βοήθεια κήρυκα, διαλάληση
αρχ.
πώληση με πλειστηριασμό, δημοπρασία.