διαγγελία

Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A notification, J.BJ3.8.5.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, Meldung durch einen Boten, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διαγγελία: ἡ, ἡ δι' ἀγγελιαφόρου γνωστοποίησις, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Π. 3. 8, 5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
divulgación, notificación εἰ προαποθάνοι τῆς διαγγελίας I.BI 361
en lit. crist. predicación τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Origenes M.12.84B.

Greek Monolingual

η (AM διαγγελία) διάγγελος
η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα.