διάγγελος
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ὁ,
A messenger, negotiator, esp. secret informant, go-between, Th.7.73.
2 military term, adjutant, Plu.2.678d; but, = Lat. speculator, Plu.Galb.24.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 mensajero secreto, espía ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν Th.7.73
•milit. enlace, correo para transmitir órdenes en un cuerpo de tropas, Plu.2.678d
•lat. speculator, observador οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24, δοῦλόν τινα ἑαυτοῦ διάγγελον αὐτῷ παρέσχεν D.C.40.8.2.
2 el que anuncia o proclama τοῦ λόγου Gr.Naz.M.37.720A, ναῦς ναυπηγοῖο δ. οὐ λαλέουσα la nave es nuncio mudo de su constructor Gr.Naz.M.37.1556A
•en lit. crist. predicador τοῦ λόγου Gr.Naz.M.35.720C.
German (Pape)
[Seite 573] ὁ, Zwischenbote, Unterhändler, Thuc. 7, 73; der die Befehle des Feldherrn bekannt macht, Adjutant, Plut. Galb. 24; D. C. 40, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui transmet un message :
1 parlementaire ou négociateur secret;
2 postér. sorte d'adjudant, chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe.
Étymologie: διαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
διάγγελος: ὁ посыльный, вестник, гонец Plut.: δ. τινί τινος Thuc. вестник с донесением кому-л. о чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
διάγγελος: ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, κατάσκοπος, Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, ἰδιαίτερος ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, ὑπασπιστής, ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.
Greek Monolingual
ο (AM διάγγελος)
1. ο διαγγελέας
2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius)
νεοελλ.
1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος της Αυστριακής Μοναρχίας
2. διπλωματικός αντιπρόσωπος του πάπα, internuntius ή internuncius
αρχ.
ο απεσταλμένος για διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα ο μυστικός πληροφοριοδότης.
Greek Monotonic
διάγγελος: ὁ, αγγελιαφόρος, Λατ. internuncius, ιδίως, κρυφός πληροφοριοδότης, μεσολαβητής, κατάσκοπος, σε Θουκ.
Middle Liddell
δι-άγγελος, ὁ,
a messenger, Lat. internuncius, esp. a secret informant, go-between, spy, Thuc.
English (Woodhouse)
go-between, go between, gobetween