διασαίνω
English (LSJ)
strengthd. for A σαίνω, ταῖς οὐραῖς X.Cyn.4.3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διασαίνω: ἐπιτεταμ. σαίνω, Ξεν. Κυν. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
hacer continuos movimientos ταῖς οὐραῖς de los perros, X.Cyn.4.3.
Greek Monotonic
διασαίνω: επιτετ. τύπος του σαίνω, κολακεύω με δουλοπρέπεια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διασαίνω: размахивать, вилять (ταῖς οὐραῖς Xen.).