διορυχή

Revision as of 00:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = διωρυχή, Χερσονήσου D.7.40; φρεάτων Ph.1.626; τοίχων Lib.Decl.8.19: metaph., undermining, νόμων, δικαστηρίων, Id.Or.63.21.

Greek (Liddell-Scott)

διορῠχή: ἡ, (οὐχὶ διωρυχή), τὸ διορύσσειν, Δημ. 86. 17, Διόδ. Σικ. Κʹ, δʹ (τόμ. Βʹ, σ. 426 Διδ.), Ψευδηρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 205· διῶρυξ διὰ τοῦ Ω μεγάλου, διορυχὴ δὲ μικρόν. Ἴδε Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Βʹ, σ. 316.

Greek Monolingual

η
βλ. διορυγή.

Russian (Dvoretsky)

διορῠχή: ἡ Diod. = διῶρυξ.