διπόταμος

Revision as of 00:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.

Greek Monotonic

δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διπότᾰμος: двуречный, омываемый двумя реками (πόλις Eur.).

Middle Liddell

δῐ-πότᾰμος, ον adj
between two rivers, Eur.