διόρισις
English (LSJ)
εως, ἡ, A distinction, Pl.Lg.777b; separation, Arist. Ph.213b26.
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, Abgränzung, Unterscheidung, Plat. Legg. VI, 777 b.
Greek (Liddell-Scott)
διόρισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
détermination, définition, distinction.
Étymologie: διορίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 separación ὄντος τοῦ κενοῦ χωρισμοῦ τινὸς τῶν ἐφεξῆς καὶ διορίσεως Arist.Ph.213b26, ὀργανικὴ δ. Steph.in Hp.Aph.2.264.23.
2 distinción, diferenciación πρὸς τὴν ἀναγκαίαν διόρισιν, τὸ δοῦλον ... διορίζεσθαι καὶ ἐλεύθερον Pl.Lg.777b.
3 sent. dud., quizá decisión o prescripción s. cont. Nag Hammadi 144.(h).17 (IV d.C.).
Greek Monolingual
διόρισις, η (AM) διορίζω
μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διάκριση, διαστολή
2. αποχωρισμός.
Greek Monotonic
διόρισις: -εως, ἡ και διορισμός, ὁ, διάκριση, διαίρεση, διαχωρισμός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διόρῐσις: εως ἡ Plat., Arst. = διορισμός.
Middle Liddell
[from διορίζω n n
distinction, Plat.