δυναμωτικός

Revision as of 01:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A strengthening, ἡ δύναμις τῶν πάντων -ώτατον (sc. αἴτιον) Dam.Pr.61.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que dota de poderδύναμις τὸ πάντων δυναμωτικόν (αἴτιον) la potencia es la causa que dota de poder a todo Dam.Pr.61.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμωτικός, -ή, -όν)
αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό
τονωτικό φάρμακο.