δυσεξήγητος
English (LSJ)
ον, A hard to explain, Darius ap.D.L.9.13, Gal.17 (2).71.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auseinander zu setzen; D. L. 9, 13; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξήγητος: -ον, δυσκόλως ἐξηγούμενος, δυσερμήνευτος, Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explicar λόγος D.L.9.13, γραφή Gal.17(2).71, πρᾶγμα Iust.Phil.2Apol.6.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξήγητος, -ον)
αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο δυσερμήνευτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξήγητος: с трудом поддающийся изложению (λόγος περὶ φύσεως Diog. L.).