δυσερμήνευτος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
δυσερμήνευτον, hard to interpret, Ep.Hebr.5.11, Gal.11.454, Cat.Cod.Astr.1.114.26; hard to describe, χρόαι D.S.2.52; θέα Ph.1.649.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de interpretar, de explicar, oscuro λόγος Ep.Hebr.5.11, ὄνειροι Artem.3.66, πράγματα Gal.11.454, τὸ αἴτιον Ptol.Alm.9.2, cf. Cat.Cod.Astr.1.114.26.
2 difícil de describir χρόαι D.S.2.52, θέα Ph.1.649.
II adv. -ως de modo difícil de interpretar καιρίως εἴρηται καὶ δ. ref. a una expresión, Eust.767.3.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu erklären, N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à expliquer, obscur.
Étymologie: δυσ-, ἑρμηνεύω.
Russian (Dvoretsky)
δυσερμήνευτος: трудно объяснимый (χρόαι Diod.; λόγος NT).
Greek (Liddell-Scott)
δυσερμήνευτος: -ον, δυσκόλως ἑρμηνευόμενος Ἐκ. Ἐδρ. 5. 11.
English (Strong)
from δυσ- and a presumed derivative of ἑρμηνεύω; difficult of explanation: hard to be uttered.
English (Thayer)
δυσερμηνευτον (ἑρμηνεύω), hard to interpret, difficult of explanation: Diodorus 2,52; Philo de somn. § 32at the end; Artemidorus Daldianus, oneir. 3,66.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσερμήνευτος, -ον)
αυτός που ερμηνεύεται με δυσκολία
αρχ.
αυτός που περιγράφεται δύσκολα.
Greek Monotonic
δυσερμήνευτος: -ον (ἐρμηνεύω), αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, εξηγείται, δυσεξήγητος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
δυσ- ερμήνευτος, ον ἑρμηνεύω
hard to interpret, NTest.
Chinese
原文音譯:duserm»neutoj 低士-誒而姆扭拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:難-解釋
字義溯源:難以解明,不易解說;由(δυσ)*=難)與(ἑρμηνεύω)=解釋)組成;而 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 難以解明(1) 來5:11