δυσπάρευνος

Revision as of 01:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A ill-mated, λέκτρον S.Tr.791.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρευνος: -ον, δύσλεκτρος, κακοστρωμένος, δυστυχής, λέκτρον Σοφ. Τρ. 791.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est funeste.
Étymologie: δυσ-, πάρευνος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
de funesto compañero λέκτρον S.Tr.791.

Greek Monolingual

δυσπάρευνος, -ον (Α)
φρ. «δυσπάρευνον λέκτρον» — κακοστρωμένο κρεβάτι, δύστυχος γάμος.

Greek Monotonic

δυσπάρευνος: -ον, αυτός που έχει κακό σύντροφο στο κρεβάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρευνος: (о брачном ложе) несчастливый, роковой (λέκτρον Soph.).

Middle Liddell

δυσ-πάρευνος, ον
ill-mated, Soph.