δυσφάνταστος

Revision as of 01:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A hard to imagine, Plu.2.432c.

German (Pape)

[Seite 689] das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυσφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφάνταστος: -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, δύναμις, ἀντίθ. εὐφάνταστος, εὐφαντασίωτος. Πλούτ. 2. 432C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se représente difficilement les objets.
Étymologie: δυσ-, φαντάζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 incapaz de ofrecer imágenes, δύναμις ... ἀμυδρὰ δὲ καὶ δ. facultad (que poseen las almas) oscura e incapaz de ofrecer imágenes ref. la memoria, Plu.2.432c, ἡ ψυχή Phlp.in de An.155.31.
2 difícil de imaginar αὐτὰ καθ' αὐτὰ τὰ οὐσιώδη εἴδη Phlp.in Ph.225.10.

Greek Monolingual

δυσφάνταστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία.

Russian (Dvoretsky)

δυσφάνταστος: обладающий слабым воображением (δύναμις, sc. ψυχῆς Plut.).