εὐθυγραμμικός

Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A rectilinear, ἀριθμός Iamb. in Nic.p.56P. Adv. -κῶς, στίχος εὐ. ἐκκείμενος ib.p.96 P.

German (Pape)

[Seite 1070] ή, όν, die geradlinigen Figuren betreffend, Iambl.

Greek Monolingual

εὐθυγραμμικός, -ή, -όν (Α) ευθύγραμμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ευθύγραμμο σχήμα, ο ευθύγραμμος.