ζευγίον

Revision as of 09:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό,= A ζυγόν 111.2, IG11(2).287A51 (iii B.C.),12(5).872.37 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ζευγίον, τὸ (Α)
το λίθινο ανώφλι ή κατώφλι της διπλής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος. Αναφέρεται στα δύο φύλλα της πόρτας].