θηλοειδής

Revision as of 09:57, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A nipple-shaped, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, zitzenförmig, Theophr., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

θηλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα θηλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ές (Α θηλοειδής, -ές)
ανατ. αυτός που έχει σχήμα θηλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + -ειδής (< είδος), πρβλ. αμφιβληστρο-ειδής, σφαιρο-ειδής].