Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
A v. θρόδαξ.
θοδράκιον, τὸ (ΑΜ)υποκορ. του θρόδαξ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θοδράκιον αντί θροδάκιον, υποκορ. του θρόδαξ].