[ῡ], ατος, τό, A fragment, Lyc.880.
θρύλιγμα: (κοινῶς θρύλλ-), τό, σύντριμμα, Λυκόφρ. 880.
θρύλιγμα, τὸ (Α) θρυλίσσωτο σύντριμμα.