θρύλιγμα

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύλιγμα Medium diacritics: θρύλιγμα Low diacritics: θρύλιγμα Capitals: ΘΡΥΛΙΓΜΑ
Transliteration A: thrýligma Transliteration B: thryligma Transliteration C: thryligma Beta Code: qru/ligma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, fragment, Lyc.880.

Greek (Liddell-Scott)

θρύλιγμα: (κοινῶς θρύλλ-), τό, σύντριμμα, Λυκόφρ. 880.

Greek Monolingual

θρύλιγμα, τὸ (Α) θρυλίσσω
το σύντριμμα.

German (Pape)

[ῡ], s. θρύλλιγμα.