θρυμματίς

Revision as of 10:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A a sort of cake, Antiph.183.4, Philox.2.18, Luc. Lex.6.

German (Pape)

[Seite 1220] ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.

Greek (Liddell-Scott)

θρυμμᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· σκεύασμα διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de compote.
Étymologie: θρύπτω.

Greek Monolingual

θρυμματίς, -ίδος, ἡ (Α) θρύμμα
είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα.

Russian (Dvoretsky)

θρυμμᾰτίς: ίδος ἡ тримматида (сладкое кушанье: пирожное или компот) Luc.