θηριονάρκη

Revision as of 10:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, a plant A that benumbs serpents, Nerium Oleander, Plin.HN24.163,25.113.

Greek (Liddell-Scott)

θηριονάρκη: ἡ, φυτὸν ὅπερ ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.

Greek Monolingual

θηριονάρκη, ἡ (Α)
βότανο που επιφέρει νάρκη στα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + νάρκη.

Russian (Dvoretsky)

θηριονάρκη: ἡ терионарка (растение, оглушающее змей) Plin.