κίγκαλος

Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. κίγκλος.

German (Pape)

[Seite 1436] ὁ, = κίγκλος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κίγκαλος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίγκλος.

Greek Monolingual

κίγκαλος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος.